- πολυθερής
- πολυ-θερής, ές, glosson βουθερής, Sch.S.Tr.188.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυθερής — ές, Α (για ζώα) αυτός που τρέφει πολλούς, πολύβοσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θερής (< θέρος, τό), πρβλ. βου θερής] … Dictionary of Greek
πολυθερεῖ — πολυθερής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πολυθερής masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)